- βοηθήσεις
- βοήθησιςaidfem nom/voc pl (attic epic)βοήθησιςaidfem nom/acc pl (attic)βοηθέωaor subj act 2nd sg (epic)βοηθέωfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυστήριο — Θρησκευτικό δραματικό είδος που άνθησε κατά τον Μεσαίωνα και προέρχεται από το λειτουργικό δράμα, από το οποίο διαφέρει τόσο κατά τον τόπο όπου παιζόταν όχι πια το εσωτερικό της εκκλησίας, αλλά το προαύλιό της και αργότερα μια πλατεία ή δρόμος… … Dictionary of Greek
γκαζόν — το (λ. γαλλ.), χορτάρι που καλλιεργείται για τη διακόσμηση κήπων ή για την επίστρωση ποδοσφαιρικών γηπέδων, χλοοτάπητας: Θα με βοηθήσεις να κουρέψω το γκαζόν; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εύκαιρος — η, ο 1. ο ελεύθερος, ο αδέσμευτος, ο διαθέσιμος: Πότε είσαι εύκαιρος να με βοηθήσεις; 2. άδειος, κενός: Πάρε μαζί σου κι ένα εύκαιρο δοχείο. 3. για λόγο, ανόητος, κούφιος: Εύκαιρες κουβέντες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεκούραστος — η, ο επίρρ. α αυτός που ξεκουράστηκε, που αναπαύτηκε, που δεν κουράστηκε, ο ξεκουρασμένος: Μπορείς να μας βοηθήσεις τώρα που είσαι ξεκούραστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)